- ψαμμιαση
- kum, kum hastalığı (böbreklerde)
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ψαμμίαση — Πάθηση των νεφρών, κατά την οποία στα νεφρά ή στην ουροδόχο κύστη σχηματίζονται μικροί κρύσταλλοι, ψιλοί όπως η άμμος, από ουρικά, φωσφορικά ή οξαλικά άλατα. Οι κρύσταλλοι αυτοί, στους υγιείς, αποβάλλονται με τα ούρα. Αν τα ούρα συγκεντρωθούν σε… … Dictionary of Greek
ψαμμίαση — η ασθένεια των νεφρών, κατά την οποία βγαίνουν στα ούρα κρυστάλλια διάφορων αλάτων σαν άμμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαμμιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψαμμίαση 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ψαμμίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κατάλ. ιακός (πρβλ. πορθμ ιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Φοίβος] … Dictionary of Greek
ψαμμιασικός — ή, ό, Ν [ψαμμίαση] ιατρ. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ψαμμίαση … Dictionary of Greek
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek